- Βαφές
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ., 194 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κρυονερίδας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
Vafes — Vafés Vafés (en grec : Βαφές) est un village de Crète, en Grèce. Il se situe dans la région de l Apokoronas, à peu près à mi chemin de La Canée (35 kilomètres à l ouest) et de Rethymnon (35 kilomètres à l est), et à 4 kilomètres au sud de… … Wikipédia en Français
Vafés — (en grec : Βαφές) est un village de Crète, en Grèce. Il se situe dans la région de l Apokoronas, à peu près à mi chemin de La Canée (35 kilomètres à l ouest) et de Rethymnon (35 kilomètres à l est), et à 4 kilomètres au sud de Vryses. Le… … Wikipédia en Français
ακετόνη — Άχρωμο υγρό με ευχάριστη οσμή, εύφλεκτο, διαλυτικό για πολλές ουσίες, όπως τα βερνίκια, ο σελουλοΐτης και άλλα σχετικά. Το μόριο της ένωσης αυτής περιέχει τρία άτομα άνθρακα, έξι άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου: ο χημικός της τύπος είναι… … Dictionary of Greek
αφαρμάκευτος — η, ο (Α ἀφαρμάκευτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν φαρμακώθηκε, που δεν δηλητηριάστηκε 2. όποιος δεν δοκίμασε πίκρες αρχ. 1. αυτός που δεν έχει ή που δεν πήρε φάρμακο ή γιατρικό 2. φρ. «ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα» χωρίς βαφές ή καλλυντικά … Dictionary of Greek
ευαπόπλυτος — εὐαπόπλυτος, ον (Α) (για χρώματα ή βαφές) αυτός που αποπλύνεται εύκολα, που ξεβάφει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο πλύνω] … Dictionary of Greek
εωσίνη — Βιολογική χρωστική ουσία, η οποία χρησιμοποιείται κυρίως στη μικροβιολογία. Παρασκευάζεται με βρωμίωση της φλουοροσκεΐνης. Τα άλατά της με νάτριο (Na) χρησιμοποιούνται ως βαφές μάλλινων και μεταξωτών υφασμάτων. * * * και ηωσίνη και εοζίνη, η… … Dictionary of Greek
κουρείο — Το κατάστημα του κουρέα, γνωστό και ως κομμωτήριο. Ο κουρέας ή κομμωτής αναφέρεται και με την ονομασία μπαρμπέρης, λέξη ιταλικής προέλευσης, από την οποία αντίστοιχα και το κ. ονομάζεται μπαρμπέρικο. Τα σύγχρονα πολυτελή κ., και ιδιαίτερα των… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα … Dictionary of Greek